«The Doctor» του Ρόμπερτ Άικ, σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου (κριτική) – Βιοηθική και κοινωνικά δίκτυα

———————————————————————
Πηγή: Bookpress

Γράφει ο Νίκος Ξένιος

————————————————————————

Μήπως η επιστημονική καθαρότητα και δεοντολογία μπορεί να οδηγήσει σε απουσία ενσυναίσθησης και σε γκάφα ή ανοησία; Μπορεί η ταυτότητα (φύλου, φυλής, ηλικίας, θρησκεύματος, κοινωνικού status) να υποβάλει έναν αντίστοιχο ηθικό κώδικα; Είναι πειστικός αυτός ο κώδικας, ή προσκρούει στην τρέχουσα βιοηθική; Αυτά και άλλα ζητήματα ηθικής τάξεως πραγματεύεται το πολύκροτο “Doctor” του Ρόμπερτ Άικ, που σκηνοθετεί στο «Αμφιθέατρο» η Κατερίνα Ευαγγελάτου, προσφέροντας στο κοινό μιαν αξιόλογη παράσταση.

Ιδεολογική βάση του έργου
Ο Άικ κάνει μια ελεύθερη διασκευή του «Professor Bernhardi» που είχε γράψει ο Άρτουρ Σνίτσλερ το 1912, για να στηλιτεύσει τη συστηματική εξάλειψη των Εβραίων από σημαντικές επαγγελματικές θέσεις της μεσοπολεμικής Γερμανίας. Στο έργο του Σνίτσλερ ένας καθολικός ιερέας επιχειρεί να εξομολογήσει ένα ετοιμοθάνατο κορίτσι και συγκρούεται με τον (άνδρα, στο πρωτότυπο) γιατρό της κλινικής. Στο “Doctor” του Άικ μια έφηβη, μετά από απόπειρα αυτοσχέδιας άμβλωσης, όλως περιέργως βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση σε ένα νοσοκομείο εξειδικευμένο στην άνοια, η διευθύντρια του οποίου αρνείται την είσοδο ενός καθολικού και μαύρου ιερέα (εξαίρετος στον ρόλο ο Νίκος Χατζόπουλος) στον θάλαμο του κοριτσιού, εφόσον η ίδια δεν είναι επαρκώς ενημερωμένη σχετικά με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της ασθενούς: γι’αυτήν της την απόφαση θα είναι υπόλογη έναντι των συναδέλφων της, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (που καθιστούν το ζήτημα viral) και της τοξικής κοινωνικής κριτικής (κάποιοι ζωγραφίζουν μια σβάστικα στο αυτοκίνητό της και σκοτώνουν τη γάτα της, η λασπολογία εναντίον της κορυφώνεται και σε ένα τηλεοπτικό πάνελ «ανακρίνεται» κυριολεκτικά από μια σειρά ακτιβιστών), ώστε στο τέλος θυματοποιείται πλήρως και το έργο εξελίσσεται σε κυνήγι μαγισσών και σε προσωπική της τραγωδία.

O διάλογος ανάμεσα στην τυπική γιατρό και τον τυπικό ιερέα καλύπτει το χάσμα που τους χωρίζει, αποφεύγοντας τις τελεσίδικες απαντήσεις

Το ιδεολογικό debate που θεσπίζει το έργο του Άικ είναι πολύ ενδιαφέρον ως προς τα ερωτήματα που διανοίγει, όμως ο διάλογος ανάμεσα στην τυπική γιατρό και τον τυπικό ιερέα καλύπτει το χάσμα που τους χωρίζει, αποφεύγοντας τις τελεσίδικες απαντήσεις: «Ο Ιησούς δεν έζησε στην ψηφιακή εποχή», λέει ο ιερέας και η γιατρός απαντά: «Τους σταυρώνουμε διαφορετικά τώρα». Αν το προσεγγίσει κανείς πιο αφαιρετικά, θα διαπιστώσει πως ο Άικ τοποθετείται ξεκάθαρα –μαρξιστικά, για την ακρίβεια- σχετικά με τη «μεγάλη παραμύθα», τόσο της θρησκείας όσο και της επιστήμης, και μάλιστα σε όρους εξουσίας πάνω στις μάζες.

Χαρακτήρες απτοί και χαρακτήρες αέρινοι
Η κεντρική ηρωίδα, η Ρουθ Γουλφ, είναι μια επιτυχημένη (ίσως και προωθημένη από τα κυκλώματα) Εβραία που διευθύνει ένα διάσημο ινστιτούτο εξειδικευμένο στο Αλτσχάιμερ. Ο σύντροφός της -πράγμα άγνωστο στους συναδέλφους της- είχε χτυπηθεί από άνοια, ενώ εκκρεμούν δυο σχέσεις ζωής στο ιδιωτικό της προφίλ, που είτε είναι ασαφείς ήδη στο κείμενο του Άικ, είτε δεν τις κατέστησε σαφείς η σκηνοθεσία: η Αμαλία Νίνου κάνει μιαν ενδιαφέρουσα προσέγγιση στον αμφίφυλο ρόλο της θετής κόρης (και στους νεολογισμούς της «γλωσσικής αστυνόμευσης» και της slang που έχει το κείμενο αναδεικνύεται η έξοχη μετάφραση της κυρίας Ευαγγελάτου), ενώ η Μαριάννα Δημητρίου δίνει μιαν ιδιότυπη διάσταση στον ρόλο της ομόφυλης συντρόφου της.

Πέραν αυτών των δύο αναφορών, που κοινό τους είναι η ρευστότητα του φύλου και που αμφότερες παραμένουν έωλες στο κείμενο, o πρωταγωνιστικός ρόλος της Στεφανίας Γουλιώτη παραμένει γοητευτικός και ενδιαφέρων. Είναι χαρακτηριστικό πως η πολύ καλή ηθοποιός διατηρεί έντονους ρυθμούς στο πρώτο μέρος της παράστασης, με εμφανή δυσκολία ταύτισης προς τη μισαλλόδοξη, στυγερή persona που υποδύεται, ενώ κυριολεκτικά απογειώνεται στο δεύτερο μέρος, όπου αποκαλύπτει την τρωτή, ανθρώπινη πλευρά του χαρακτήρα της ηρωίδας που χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Βεβαίως, κρατά όλο το βάρος της δύσκολης παράστασης στους ώμους της, και μάλιστα επάξια, αν σκεφτεί κανείς πως οι χαρακτήρες που την πλαισιώνουν δεν προσδιορίζονται απόλυτα ως προς το φύλο και τη φυλή, παραμένοντας κάπως «αχυρένιοι».

Στο υπόλοιπο cast δε σκοπίμως αναμειγνύονται τα φύλα των ηθοποιών, ώστε να αποδοθεί αντιθετικά και να υπονομευθεί σημασιολογικά το φύλο των ρόλων που υποδύονται. Το ίδιο το κείμενο επιβάλλει η σκηνική ταυτότητα κάθε ηθοποιού να παρίσταται σε άμεση αντίθεση προς τον κειμενικό του χαρακτήρα. Η Κίττυ Παϊταζόγλου στον αρσενικό ρόλο του φιλόδοξου γιατρού-αντιπάλου της Ρουθ επιτυγχάνει μια δυναμική σκηνική παρουσία και η Aurora Marion είναι πολύ υποβλητική στον ρόλο της Υπουργού που προτίθεται να χρηματοδοτήσει το Ινστιτούτο αλλά ακολουθεί το τοξικό κοινωνικό ρεύμα σε ό,τι αφορά την καριέρα της γιατρού. Εξαιρετικοί είναι, επίσης, ο πολλά υποσχόμενος Λευτέρης Πολυχρόνης, η Νίκη Σερέτη, ο Σταύρος Καλλιγάς, η Αλίκη Ανδρειωμένου και η ώριμη Ζωή Ρηγοπούλου: ανταποκρίνονται τέλεια σε μια πλειάδα ρόλων και εναρμονίζονται σε μια σκληρή ομαδική δουλειά που κρατά την ανάσα του θεατή με τον σφιχτό ρυθμό της και τα διαρκώς ανακύπτοντα κοινωνικά θέματα που συμβάλλουν στην αποκαθήλωση του κεντρικού χαρακτήρα.

Ένα έργο ενδιαφέρον, με αντιρατσιστικό μήνυμα
Το ψυχρό ιατρικό σκηνικό προσφέρεται για τη θέσπιση μιας σειράς μεταφορικών συνδηλώσεων: το τραπέζι των ιατρικών συνδιασκέψεων εύκολα μετατρέπεται σε τραπέζι τηλεοπτικού πάνελ, και στις δύο περιπτώσεις, δε, η doctor θα διαφοροποιείται από τους κατηγόρους της, κινούμενη χορογραφικά σε επιλεγμένες θέσεις «εκτός» του κεντρικού σχήματος. Κατηγορίες εξαπολύονται εναντίον της με ωμότητα και κανιβαλική διάθεση: την αποκαλούν ρατσίστρια, υπερβολικά φεμινίστρια, αποικιοκράτισσα, υπέρμαχο της «δολοφονίας βρεφών», αντιχριστιανή και αντισημίτη, επηρμένη και υποκρίτρια.

Το έργο έχει χιούμορ, σαρκάζει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα παρομοιάζει με αυτόκλητο λαϊκό δικαστήριο και κατακρίνει την επιπολής προσέγγισή τους σε καίρια κοινωνικά ζητήματα, που έχει ως αποτέλεσμα έναν τηλεοπτικό λαϊκισμό, μια τεράστια παραπλάνηση της κοινής γνώμης και μιαν εξίσου τερατώδη παραποίηση της έννοιας του δικαίου. Η σκηνή της τηλεοπτικής «απολογίας» σαρκάζει την «κουλτούρα της ακύρωσης» που κερδίζει έδαφος στις μέρες μας, παίζοντας με το γραμματικό γένος και αξιοποιώντας την πολύ καλή μεταφραστική δουλειά της σκηνοθέτιδος. Άσε που, με επικρατούν το πατριαρχικό μοντέλο του επιτυχημένου άνδρα-επιστήμονα, η μορφή αυτής της γυναίκας-γιατρού θεσπίζει ένα νέο ορίζοντα ανανοηματοδοτήσεων: η κυρία Ευαγγελάτου κάνει κάποιες υπαινικτικές αντιστοιχίσεις προς την ανωφερή καριέρα μιας γυναίκας στον στίβο της δημόσια θεωρούμενης Τέχνης.

Πέρα από τη σύγκρουση επιστημονικού ορθολογισμού και θρησκευτικής μεταφυσικής -που συνιστά τον θεματικό του πυρήνα και επαναφέρει το τεράστιο φαουστικό δίλημμα στο σήμερα- το έργο θίγει σοβαρότατα ζητήματα της cancel culture, της πολιτικής ταυτοτήτων, του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού, αλλά και των εκδοχών αντισημιτισμού που λειτουργούν υποδόρια, και της λεπτής έννοιας της εξειδίκευσης στις ιατρικές επιστήμες, που αντικρούει μιαν ολιστική αντίληψη του ασθενούς. Πέραν της εξειδίκευσης ως παράγοντα σύγχυσης ως προς το «τι προέχει» κατά τη λήψη επιστημονικών αποφάσεων («best interests» για την Επιστήμη θέτουν τα περισσότερα έργα σήμερα: αρκεί να σκεφτεί κανείς τον «Οπενχάιμερ»), το αντιρατσιστικό “Doctor” του Ρόμπερτ Άικ στοχεύει άμεσα στο πρόβλημα του κατακερματισμού και της ομαδοποίησης των ανθρώπων με κριτήριο το φύλο, τη φυλή, την ηλικία, την κοινωνική θέση.