Κριτική του Γρηγόρη Ιωαννίδη
«Επαρχία» – Θέατρο Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής
Έργο βαθιά ελληνικό και ελληνικού βάθους
Αν κάποιος με ρωτούσε για τα σημαντικά γεγονότα της χρονιάς που διανύουμε, μερικές εβδομάδες πριν από το τέλος της, χωρίς δισταγμό ανάμεσα στις ευάριθμες επιλογές μου θα βρισκόταν η «Επαρχία» του Μιχάλη Βιρβιδάκη, στο ανέβασμά της στο ιστορικό θέατρο της Κυψέλης από τον Γιώργο Σκεύα. Αναμφίβολα η κορυφή τής μέχρι σήμερα παραγωγής του συγγραφέα (μετά το «Στην Εθνική με τα μεγάλα» και το «Περί φύσεως»), ένα από τα κορυφαία της δεκαετίας και –το ακόμη πιο σημαντικό– η κατάθεση της τελευταίας ψηφίδας στο μωσαϊκό της δραματουργικής μας ιθαγένειας, με την οποία συμπληρώνεται η εικόνα της ελληνικής ταυτότητας τριών και πλέον αιώνων. Εργο βαθιά ελληνικό και ελληνικού βάθους.
Είναι περιττό να κρύψω τον ενθουσιασμό μου για την παράσταση – τον μοιράζομαι άλλωστε με το κοινό του θεάτρου, το οποίο όπως διέκρινα μυρίστηκε γρηγορότερα από μένα τη σημασία της και γέμισε από νωρίς την πλατεία του «Βογιατζή». Στο τέλος της μια ζεστασιά με κατέκλυσε, προφανώς η θαλπωρή του συναισθήματος πως η κρίση μου αφορούσε πλέον τη μαρτυρία μιας συνολικότερης μέθεξης, μια στιγμή που θα έλεγα «ιστορική». Οσοι προλάβουν να δουν το τελευταίο έργο του Βιρβιδάκη θα αισθανθούν φαντάζομαι το ίδιο: τι σημαίνει να βλέπεις ένα έργο που, με τις προδιαγραφές, την τεχνική, το θέμα και την ποίησή του, θα αποτελέσει αναφορά μιας γενιάς για τις επόμενες δεκαετίες.
Από μια άποψη, η συγκίνησή μου αφορούσε και τη συγκυρία της πρεμιέρας. Το θέατρο του Λευτέρη Βογιατζή συμμετέχει στους εορτασμούς για το έτος του πατριάρχη του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου, του Ιάκωβου Καμπανέλλη, με την σημαντικότερη ίσως αντίχαρη που θα μπορούσε. Με ένα έργο που συγγραφέας και σκηνοθέτης θα γιόρταζαν από την καρδιά τους.
Οπως είναι επόμενο, πολλοί στο κοντινό μέλλον θα σκύψουν πάνω του, όπως και στη σκηνοθεσία και τις ερμηνείες των ηθοποιών που το δίδαξαν πρώτοι. Και επειδή πολλά θα ακουστούν, ας πούμε από τώρα το σημαντικό. Μπορεί το έργο να ακολουθεί πολλά μονοπάτια, μα στην ουσία του στηρίζεται κι αυτό στο αδίκως καταφρονημένο είδος, που γέννησε, ωστόσο, μερικά από τα σημαντικότερα έργα μας. Στην ηθογραφία. Σε μια επαρχία της εποχής μας (που φανερά αφορά την περιοχή της Κατερίνης), επτά πρόσωπα παρουσιάζονται το καθένα με το ήθος και την επίδραση μέσα του του γύρω περιβάλλοντος. Είναι φορείς μιας στάσης κάποτε πολιτικής, κάποτε ηθικής, στη βάση της όμως πάντα αντι-κοινωνικής. Ανθρωποι που αναζητούν κίνηση όσο είναι νέοι και ακινησία όταν γίνουν μέρος του συστήματος. Με τα δικά τους αδιέξοδα, κυρίως όμως με το δικό τους μερίδιο ευθύνης σε έναν κόσμο που βυθίζεται στο έλος της συνενοχής, της προσωπικής και συλλογικής απραξίας. Από μια άποψη, με την «Επαρχία» του Βιρβιδάκη, το θέατρό μας αποκτά τη δική του Πρέβεζα.
Ο Βιρβιδάκης προχωρά όμως την ηθογραφία, για να την ανανεώσει εκ των έσω. Η τεχνική της πλοκής εδώ θυμίζει έντονα το βρετανικό θέατρο των τελευταίων δεκαετιών, καθώς αρθρώνεται σε επάλληλα επεισόδια, στα οποία κάθε πρόσωπο συνδέεται σταδιακά με τα υπόλοιπα και η ιστορία του παρουσιάζεται άλλοτε σε σειρά και άλλοτε ανάκατα σε σχέση με αυτά. Με αυτόν τον τρόπο, η συνολική εικόνα φωτίζεται σταδιακά. Το ανοιχτό τέλος μάλιστα μας αφήνει με τη στυφή γεύση πως πάνω από αυτές τις εφήμερες ιστορίες των προσώπων μοιάζει να κυριαρχεί κάτι μεγαλύτερο και δυνατότερο, η έννοια μιας κουλτούρας που για τους ανθρώπους της «Επαρχίας» αποτελεί έναν ακόμη ευφημισμό του πεπρωμένου.
Τα επτά πρόσωπα δίνουν τη διαστρωμάτωση της ελληνικής επαρχιακής κοινωνίας από τον βυθό μέχρι την κορυφή της. Κι ωστόσο, όπως συμβαίνει στους μικρούς τόπους –γι’ αυτό άλλωστε λειτουργούν παραδειγματικά–, ο κύκλος είναι στενός και όλοι μπλέκονται στο ίδιο κουβάρι. Ο κύκλος είναι κυριολεκτικός και μεταφορικός, αφορά τη γνωριμία των προσώπων μεταξύ τους (όλοι ξέρουν τα άπλυτα των άλλων), αλλά και τη μεταξύ τους διαπλοκή. Κανονικά θα περιμέναμε στον αντίποδα της τοπικής εξουσίας που στέκει διεφθαρμένη και αμετακίνητη στην κορυφή, να βρίσκεται μια νεολαία ανήσυχη και –γιατί όχι;– καθαρτική. Μα εδώ όλα βρίσκονται μέσα σε κύκλο, κι ακόμα και οι αντίθετες κατευθύνσεις καταλήγουν στο ίδιο αδιέξοδο.
Υπάρχει κάτι «σάπιο» σε αυτήν την Επαρχία, λοιπόν, από την κορυφή μέχρι τα νύχια, από τη διαφθορά της άρχουσας τάξης και το βόλεμα των οργάνων της, μέχρι την αδράνεια της άγριας νεολαίας της. Νιώθουμε την οσμή της αργόσυρτης σήψης της, όπως σίγουρα νιώθουμε το «μίσος», την οργή που συσσωρεύεται και οδηγεί σε πνευματική και ιδεολογική θολούρα: μπάφοι, γκάζια και γήπεδο ανάκατα με Προυντόν και αφελείς συζητήσεις περί νοήματος μέσα σε σοβαρά αδιέξοδα. Στο θολό αυτό τοπίο της επαρχίας, όμως, ζει μια νεολαία που αναζητά οξυγόνο ακόμα και στις αναθυμιάσεις των καμένων κάδων. Κάτι σε αυτούς τους δαιμονισμένους της Πιερίας του Βιρβιδάκη μάς φέρνουν κοντά στον Ντοστογιέφσκι.
Τι προσφέρει η ηθογραφία εδώ στον συγγραφέα της; Πως όλα αυτά τα πρόσωπα είναι αληθινά, ζουν και γι’ αυτό αντιστέκονται στις γενικεύσεις μας. Το ηρωικό ενεδρεύει μέσα τους δίπλα στο περιδεές, το ευγενές κοντά στο χυδαίο, το κατανοητό μαζί με το ασύλληπτο. Και η πεζή τους πραγματικότητα δίπλα στην ποίηση, όπως το δράμα στην κωμωδία.
Η σκηνοθεσία του Γιώργου Σκεύα δεν ανέβασε μόνο το έργο – εργάστηκε στο να δημιουργήσει τον κόσμο του. Το έργο έχει πολλές και απαιτητικές σκηνές, κάποιες μάλιστα στα όρια της συμβατικής ανοχής της ελληνικής σκηνής. Μα καθεμιά έχει περίσσια ευαισθησία και ανθρωπιά, όλες δικαιολογούνται σκηνικά και είναι κτισμένες με άψογο ρυθμό και συνέπεια. Είναι μεγάλο θέμα για έναν σκηνοθέτη να μετατρέψει έναν στενό χώρο, όπως της Κυκλάδων, σε τόπο αναγνώρισης της ζωής, με τα βρόμικα κεπέγκια της, κάποιο ΑΤΜ να φωτίζει λίγο παραπέρα, στη μέση ένα πηγάδι να διαγράφει τον κύκλο γύρω από τον οποίο κινούνται όλοι.
Νομίζουμε συνήθως πως η ποίηση αυτών των έργων βρίσκεται μέσα τους. Οχι, βρίσκεται στους ηθοποιούς που τα ερμηνεύουν. Είναι λίγο να πω ότι έχουμε εδώ επτά ισάξιες υποκριτικές καταθέσεις, όλες υψηλού επιπέδου. Ας ξεκινήσω από τους νέους, τον Τάσο Λέκκα που αποδίδει τον Ιγκι, παπαδοπαίδι και νυν μηχανόβιο, περσόνα «τσεχοφική», κωμική και μελαγχολική. Ο Δημήτρης Αποστολόπουλος είναι ο Σάκης, νέος απελπισμένος και επιπόλαιος, που πνίγεται από τη σήψη των γονιών του. Ο Απόστολος Καμιτσάκης δίνει τον Γαβρίλη, τον διανοούμενο και επαναστάτη της παρέας, εγκέφαλο ενός σχεδίου ληστείας που θα ήθελε να μιμηθεί το… «La casa del papel» στα πεδινά της Πιερίας.
Η Γρηγορία Μεθενίτη αποδίδει θαυμάσια τη χαμηλόφωνη Ολα, το κορίτσι που εκδίδεται από τα 14 χρόνια της ακόμα κι από την ίδια την οικογένειά της, το δεύτερο μετά τον Γαβρίλη ντοστογιεφσκικό πρόσωπο του έργου. Η Δήμητρα Βήττα είναι η Βούλα, επαρχιώτισσα που διεκδικεί με τον γάμο την ένταξή της στο δυναμικό της μικροαστικής ζωής. Ο Ορέστης Τζιόβας δίνει ζωντανά τον αστυνομικό Μάκη, τον λίγο διεφθαρμένο και λίγο βίαιο, το λεβεντόπαιδο της κοινωνίας που δεν διστάζει ωστόσο να καβατζώσει τα τυχερά του. Τέλος, ο Νίκος Αρβανίτης είναι συγκλονιστικός Αλέξανδρος, μεγαλόσχημος βουλευτής της περιοχής, απόλυτα προσαρμοσμένος στη νοοτροπία που τον ανέδειξε, στο κέντρο του κύκλου και στην περιφέρειά του. Μέχρι εκεί φτάνουν τα όνειρα της Επαρχίας, κι εκεί, σε αυτόν, εγκλωβίζονται.
Σημαντική η μουσική της Σήμης Τσιλαλή για την επίδραση της όλης ατμόσφαιρας μέσα μας.
Έργο-κατάκτηση του θεάτρου μας. Και μάλιστα σε μια χρονιά και σε ένα θέατρο που φωτίζουν περισσότερο την αξία του.
Πηγή : efsyn.gr